- ἀναγωγούς
- ἀναγωγόςbringing upmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀναγώγους — ἀνάγωγος ill bred masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ύς — ὁ, Α (συνηρ. τ.) βλ. υιός. ὑός, ὁ, ἡ, Α 1. αγριόχοιρος, κάπρος («ἔλαφος δὲ καὶ ὗς ἄγριος ἐν Λιβύη πάμπαν οὐκ ἔστι», Ηρόδ.) 2. κατοικίδιος χοίρος, γουρούνι 3. ύαινα 4. το φυτό ύσγη 5. παροιμ. φρ. α) «Βοιωτία ὗς» δηλώνει έλλειψη αγωγής και… … Dictionary of Greek
Κινησίας — (450; – 390; π.Χ.). Αθηναίος διθυραμβοποιός. Ήταν γιος του κιθαρωδού Μέλητα. Ήταν κουτσός και ισχνός, ασεβέστατος και κακός ποιητής, κατά τη μαρτυρία του Πλούταρχου στα Ηθικά. Η συμπεριφορά του έγινε στόχος των κωμικών ποιητών και ειδικά του… … Dictionary of Greek
Σάββα Αγίου, μονή — Ιστορικό μοναστήρι, σήμερα πατριαρχικός ναός, στην Αλεξάνδρεια. Η γραφή Σάββα σπανίζει στους παλιούς κώδικες. Η ιστορία του αλεξανδρινού μοναστηριού, χάνεται στο σκοτάδι των αιώνων. Φαίνεται πως η αρχική ονομασία του, ήταν Άγιος Μάρκος. Υπάρχει… … Dictionary of Greek